-
1 пчелиный
επ.μελισσινός, μελίσσιος, της μέλισσας•пчелиный мд μέλι μελισσών•
пчелиный улей κυψέλη μελισσών•
-ая матка η βασίλισσα των μελισσών.
ουσ. πλθ. -ые τα μελισσοειδή. -
2 пчелиный
της μέλισσας- рой το σμάρι, το μελίσσιτο μελισσολόι, το σμήνος των μελισσώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пчелиный
-
3 воск
ο κηρός, το κερί горный - ο οζο-κηρίτηςканде-лильский - από κανδελίλλη/καντέλιλλαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > воск